Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἦε ϑέλεις

См. также в других словарях:

  • 'θέλεις — ἐθέλεις , ἐθέλω to be willing pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλεις — ἐθέλω to be willing pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰπὼν ἃ θέλεις, ἄκουε καὶ ἃ μὴ θέλεις. — См. Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Codex Alexandrinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 02 …   Wikipedia

  • кто говорит что хочет, услышит, чего и не хочет — Ср. Cum dixeris quae vis, quae non vis audies. S. Hieronymus adv. Rufin. 3, 42. Ср. Qui quae vult, dicit, quae non vult, audiet. Terent. Andr. 5, 4, 17. Ср. Hor. Sat. 2, 3, 298. Ср. Ειπών α θέλεις, ακουε καί α μη θέλεις. Кто говорит, что хочет,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет — Кто говоритъ, что хочетъ, услышитъ чего и не хочетъ. Ср. Cum dixeris quae vis, quae non vis audies. S. Hieronymus adv. Rufin. 3, 42. Ср. Qui quae vult, dicit, quae non vult, audiet. Terent. Andr. 5, 4, 17. Ср. Hor. Sat. 2, 3, 298. Ср. Εἰπὼν ἃ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… …   Dictionary of Greek

  • λιανοτράγουδα — Δημοτικά τραγούδια που αποτελούνται από δύο ή τέσσερις στίχους. Συνήθως περιέχουν δύο στίχους, γι’ αυτό και ονομάζονται επίσης δίστιχα. Τα λ., που είναι γνωστά και ως μαντινάδες ή ριμνέτσες, αποτελούνται από δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους και… …   Dictionary of Greek

  • Σαραντάπηχοι — Μυθικοί κάτοικοι του όρους Ίδη της Κρήτης. Ήταν πανύψηλοι και ρωμαλέοι, γι’ αυτό και τους έλεγαν Σ. Κατά την παράδοση, οι Σ. ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού, και ζούσαν σ’ αυτό πριν ακόμα και από το μυθικό κατακλυσμό. Σχετικά με το μύθο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»